- κατάβρωμα
- κατάβρωμαthat which is eatenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάβρωμα — κατάβρωμα, τὸ (AM) [καταβιβρώσκω] καθετί που τρώγεται, η τροφή, το φαγητό … Dictionary of Greek
ԿԵՐԱԿՈՒՐ — (կրոյ, ոց.) NBH 1 1090 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 12c գ. βρῶσις, βρῶμα, κατάβρωμα , βορά cibus, esca, depastio, devoratio τροφή nutrimentum, alimentum եւն. Կեր եւ կուր. ուտելի եւ կլանելի. ուտեստ. պարէն. սնունդ կենդանեաց՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)